- κομελίνη
- (Commelina). Γένος ποωδών φυτών, με συνήθως σαρκώδεις βλαστούς και άνθη που σχηματίζουν μασχαλιαίες κυματοειδείς ταξιανθίες. Τα πέταλά τους έχουν συχνά ζωηρό κυανό χρώμα. Η κ. περιλαμβάνει περίπου 170 είδη, που φυτρώνουν στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές των δύο ημισφαιρίων. Ορισμένα είδη είναι καλλωπιστικά, ενώ άλλα συγκαταλέγονται στα λαχανικά.
Dictionary of Greek. 2013.